τιμῶντι

τιμῶντι
τῑμῶντι , τιμάω
honour
pres part act masc/neut dat sg
τῑμῶντι , τιμάω
honour
pres ind act 3rd pl (doric)
τῑμῶντι , τιμάω
honour
pres subj act 3rd pl (epic doric ionic)
τιμέω
pres subj act 3rd pl (doric)
τιμόω
pres part act masc/neut dat sg (doric aeolic)
τιμόω
pres subj act 3rd pl (doric)
τιμόω
pres ind act 3rd pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλλωπισμός — ο (AM καλλωπισμός) [καλλωπίζω] ο στολισμός, ο ευτρεπισμός, ο εξωραϊσμός τής εξωτερικής εμφάνισης προσώπου ή πράγματος (α. «ο καλλωπισμός, ή να είπω ούτως, κτενισμός και στολισμός τής γλώσσης», Κορ. β. «ὅσα τῷ σώματι αὐτοῡ κόσμον πέμποι τις ἤ ὡς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”